πιναρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιναρός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπιναρός, -ά, -όν
- γεμάτος βρωμιά, βρώμικος
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἡλέκτρα, 183
- σκέψαι μου πιναρὰν κόμαν
- Γιά δες τα βρόμικα μαλλιά μου,
- Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος @greek‑language.gr
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἡλέκτρα, 183
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ιωνικός τύπος : πινηρός
- ποιητικός τύπος: πινόεις
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε και τις λέξεις πίνος και πινόομαι
Πηγές
επεξεργασία- πιναρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πιναρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.