πιλατέψουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πιλατέψουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιλατεύω
- θα πιλατέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιλατεύω
πιλατέψουν