πικραθούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπικραθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πικραίνομαι
- θα πικραθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πικραίνομαι
πικραθούν