πιθανεύομαι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιθανεύομαι > → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
πιθανεύομαι (αποθετικό ρήμα)
- συνώνυμο του πιθανολογέω
Πηγές επεξεργασία
- πιθανεύομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- A Lexicon of the Greek Language - John Allen Giles - 1840 [1]