πιζήαλα
Ποντιακά (pnt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιζήαλα < → δείτε τη λέξη επίζηλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιζήαλα αρσενικό, πληθυντικός
- (λαογραφία) οι καλικάντζαροι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Δημήτριος Κ. Παπαδόπουλος, «Έθιμα και δοξασίαι του χωρίου Σταυρίν», Αρχείον Πόντου 21 (1956), σ. 102.