Ετυμολογία

επεξεργασία
πιζήαλα < → δείτε τη λέξη επίζηλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πιζήαλα αρσενικό, πληθυντικός

Άλλες μορφές

επεξεργασία