πιεστεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπιεστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πιέζομαι
- θα πιεστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιέζομαι
- να πιεστεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιέζομαι