πιδακίσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπιδακίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιδακίζω
- θα πιδακίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιδακίζω
πιδακίσουν