Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πηλάλησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
πηλάλησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
πηλαλώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
πηλαλώ