Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πετσιάσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πετσιάζω
  2. θα πετσιάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πετσιάζω