Ετυμολογία

επεξεργασία
πετιφούρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική petit-four [1] (προφορά: /pə.ti fuʁ/)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πετιφούρ ουδέτερο άκλιτο

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)