πετάξει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πετάξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πετώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πετώ
- θα πετάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πετώ