περιχαράζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπεριχαράζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος περιχαράζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περιχαράζομαι | περιχαραζόμουν(α) | θα περιχαράζομαι | να περιχαράζομαι | ||
β' ενικ. | περιχαράζεσαι | περιχαραζόσουν(α) | θα περιχαράζεσαι | να περιχαράζεσαι | (περιχαράζου) | |
γ' ενικ. | περιχαράζεται | περιχαραζόταν(ε) | θα περιχαράζεται | να περιχαράζεται | ||
α' πληθ. | περιχαραζόμαστε | περιχαραζόμαστε περιχαραζόμασταν |
θα περιχαραζόμαστε | να περιχαραζόμαστε | ||
β' πληθ. | περιχαράζεστε | περιχαραζόσαστε περιχαραζόσασταν |
θα περιχαράζεστε | να περιχαράζεστε | (περιχαράζεστε) | |
γ' πληθ. | περιχαράζονται | περιχαράζονταν περιχαραζόντουσαν |
θα περιχαράζονται | να περιχαράζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περιχαράχτηκα | θα περιχαραχτώ | να περιχαραχτώ | περιχαραχτεί | ||
β' ενικ. | περιχαράχτηκες | θα περιχαραχτείς | να περιχαραχτείς | περιχαράξου | ||
γ' ενικ. | περιχαράχτηκε | θα περιχαραχτεί | να περιχαραχτεί | |||
α' πληθ. | περιχαραχτήκαμε | θα περιχαραχτούμε | να περιχαραχτούμε | |||
β' πληθ. | περιχαραχτήκατε | θα περιχαραχτείτε | να περιχαραχτείτε | περιχαραχτείτε | ||
γ' πληθ. | περιχαράχτηκαν περιχαραχτήκαν(ε) |
θα περιχαραχτούν(ε) | να περιχαραχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω περιχαραχτεί | είχα περιχαραχτεί | θα έχω περιχαραχτεί | να έχω περιχαραχτεί | περιχαραγμένος | |
β' ενικ. | έχεις περιχαραχτεί | είχες περιχαραχτεί | θα έχεις περιχαραχτεί | να έχεις περιχαραχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει περιχαραχτεί | είχε περιχαραχτεί | θα έχει περιχαραχτεί | να έχει περιχαραχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε περιχαραχτεί | είχαμε περιχαραχτεί | θα έχουμε περιχαραχτεί | να έχουμε περιχαραχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε περιχαραχτεί | είχατε περιχαραχτεί | θα έχετε περιχαραχτεί | να έχετε περιχαραχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν περιχαραχτεί | είχαν περιχαραχτεί | θα έχουν περιχαραχτεί | να έχουν περιχαραχτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιχαράζομαι
|