περιφρουρήσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
περιφρουρήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιφρουρώ
- θα περιφρουρήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιφρουρώ