περιττεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιττεύω < αρχαία ελληνική περιττεύω
Ρήμα
επεξεργασίαπεριττεύω
- είμαι περιττός, δεν με χρειάζεται κανείς
- αυτή τη στιγμή τα λόγια περιττεύουν· χρειαζόμαστε δράση
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιττεύω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπεριττεύω < περισσεύω (μετατροπή του διπλού σίγμα σε διπλό ταυ)
Ρήμα
επεξεργασίαπεριττεύω
- (αττική διάλεκτος) περισσεύω