Ετυμολογία

επεξεργασία
περιττεύω < αρχαία ελληνική περιττεύω

περιττεύω

  1. είμαι περιττός, δεν με χρειάζεται κανείς
    αυτή τη στιγμή τα λόγια περιττεύουν· χρειαζόμαστε δράση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

περιττεύω < περισσεύω (μετατροπή του διπλού σίγμα σε διπλό ταυ)

περιττεύω