περιτοίχισις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιτοίχισις (μαρτυρείται από το 1896) [1] < → και δείτε τη λέξη περιτοίχιση
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιτοίχισις, -εως θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 800, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου