Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

περιπλεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος περιπλέω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιπλέω
  3. θα περιπλεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιπλέω