περιπέσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπεριπέσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος περιπίπτω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιπίπτω
- θα περιπέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιπίπτω