Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

περιοριστώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιορίζομαι
  2. θα περιοριστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιορίζομαι