Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

περιμαζέψετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιμαζεύω
  2. θα περιμαζέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιμαζεύω