περιμαζέψει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπεριμαζέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος περιμαζεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιμαζεύω
- θα περιμαζέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιμαζεύω