περιεργαστείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
περιεργαστείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιεργάζομαι
- θα περιεργαστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιεργάζομαι