περδικλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περδικλώνω < πεδικλώνω
Ρήμα
επεξεργασίαπερδικλώνω (παθητική φωνή: περδικλώνομαι)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περδικλώνω | περδίκλωνα | θα περδικλώνω | να περδικλώνω | περδικλώνοντας | |
β' ενικ. | περδικλώνεις | περδίκλωνες | θα περδικλώνεις | να περδικλώνεις | περδίκλωνε | |
γ' ενικ. | περδικλώνει | περδίκλωνε | θα περδικλώνει | να περδικλώνει | ||
α' πληθ. | περδικλώνουμε | περδικλώναμε | θα περδικλώνουμε | να περδικλώνουμε | ||
β' πληθ. | περδικλώνετε | περδικλώνατε | θα περδικλώνετε | να περδικλώνετε | περδικλώνετε | |
γ' πληθ. | περδικλώνουν(ε) | περδίκλωναν περδικλώναν(ε) |
θα περδικλώνουν(ε) | να περδικλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περδίκλωσα | θα περδικλώσω | να περδικλώσω | περδικλώσει | ||
β' ενικ. | περδίκλωσες | θα περδικλώσεις | να περδικλώσεις | περδίκλωσε | ||
γ' ενικ. | περδίκλωσε | θα περδικλώσει | να περδικλώσει | |||
α' πληθ. | περδικλώσαμε | θα περδικλώσουμε | να περδικλώσουμε | |||
β' πληθ. | περδικλώσατε | θα περδικλώσετε | να περδικλώσετε | περδικλώστε | ||
γ' πληθ. | περδίκλωσαν περδικλώσαν(ε) |
θα περδικλώσουν(ε) | να περδικλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω περδικλώσει | είχα περδικλώσει | θα έχω περδικλώσει | να έχω περδικλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις περδικλώσει | είχες περδικλώσει | θα έχεις περδικλώσει | να έχεις περδικλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει περδικλώσει | είχε περδικλώσει | θα έχει περδικλώσει | να έχει περδικλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε περδικλώσει | είχαμε περδικλώσει | θα έχουμε περδικλώσει | να έχουμε περδικλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε περδικλώσει | είχατε περδικλώσει | θα έχετε περδικλώσει | να έχετε περδικλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν περδικλώσει | είχαν περδικλώσει | θα έχουν περδικλώσει | να έχουν περδικλώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία περδικλώνω
|