Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντουίλ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεντουίλ ουδέτερο, άκλιτο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Βλ. εφ. Νεολόγος Πατρών (12 Φεβρουαρίου 1942), σ. 2 (στήλη «Της στιγμής») [1]. Γράφεται πεντουΐλ και πιθανόν είναι η μοναδική καταγραφή της λέξης.

  Μεταφράσεις επεξεργασία