Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πελεκίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πελεκίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πελεκίζω
  3. θα πελεκίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πελεκίζω