Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πεινάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πεινώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πεινώ
  3. θα πεινάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πεινώ