Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πεζογραφήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πεζογραφώ
  2. θα πεζογραφήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πεζογραφώ