πεζογραφήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πεζογραφήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πεζογραφώ
- θα πεζογραφήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πεζογραφώ