Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παχύνεται
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
παχύνεται
γ΄ πρόσωπο ενικού
οριστικής
μέσου ενεστώτα του ρήματος
παχύνω
→
δείτε
τη λέξη
παχύνω