παυσικάπη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παυσικάπη < αρχαία ελληνική παύση + κάπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαυσικάπη θηλυκό
- η παυσικάπτη ήταν ένα είδος περιλαίμιου με προεξοχές που το φορούσαν οι δούλοι όταν άλεθαν σιτάρι ή ζύμωναν, για να μην μπορούν να φάνε από το τρόφιμο