πατριαρχεύσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπατριαρχεύσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πατριαρχεύω
- θα πατριαρχεύσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πατριαρχεύω