Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρόδια στοά < → δείτε τη λέξη  παρόδιος (παρά- + οδός) και στοά

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

παρόδια στοά

  • ο προσπελάσιμος από το κοινό στεγασμένος ελεύθερος χώρας του οικοπέδου, που κατασκευάζεται σε επαφή με την οικοδομική γραμμή στη στάθμη του πεζοδρομίου και επιβάλλεται από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή από τους όρους δόμησης της περιοχής

  Μεταφράσεις επεξεργασία