Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

παροχετεύσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παροχετεύω
  2. θα παροχετεύσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παροχετεύω