παρουσιαστώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαρουσιαστώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρουσιάζομαι
- θα παρουσιαστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρουσιάζομαι
παρουσιαστώ