παρουσιαστικόν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρουσιαστικόν (μαρτυρείται από το 1897) [1] < → και δείτε τη λέξη παρουσιαστικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρουσιαστικόν, -οῦ ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το παρουσιαστικό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 785, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου