Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παρερμηνεύσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρερμηνεύω
  2. θα παρερμηνεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρερμηνεύω