παρερμηνεύσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παρερμηνεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παρερμηνεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρερμηνεύω
- θα παρερμηνεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρερμηνεύω