Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παρενείρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
παρενείρω
<
ελληνιστική κοινή
παρενείρω
<
αρχαία ελληνική
παρά
+
ἐν
+
εἴρω
Ρήμα
επεξεργασία
παρενείρω
(
καθαρεύουσα
)
παρενθέτω
,
παρεμβάλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρενείρω
→
δείτε
τις λέξεις
παρενθέτω
και
παρεμβάλλω