παρεμποδίσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παρεμποδίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρεμποδίζω
- θα παρεμποδίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρεμποδίζω