παρεισδύσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαρεισδύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παρεισδύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρεισδύω
- θα παρεισδύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρεισδύω