Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

παραωριμάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παραωριμάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραωριμάζω
  3. θα παραωριμάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραωριμάζω