παραφωνάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαραφωνάζω
- φωνάζω πάρα πολύ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραφωνάζω | παραφώναζα | θα παραφωνάζω | να παραφωνάζω | παραφωνάζοντας | |
β' ενικ. | παραφωνάζεις | παραφώναζες | θα παραφωνάζεις | να παραφωνάζεις | παραφώναζε | |
γ' ενικ. | παραφωνάζει | παραφώναζε | θα παραφωνάζει | να παραφωνάζει | ||
α' πληθ. | παραφωνάζουμε | παραφωνάζαμε | θα παραφωνάζουμε | να παραφωνάζουμε | ||
β' πληθ. | παραφωνάζετε | παραφωνάζατε | θα παραφωνάζετε | να παραφωνάζετε | παραφωνάζετε | |
γ' πληθ. | παραφωνάζουν(ε) | παραφώναζαν παραφωνάζαν(ε) |
θα παραφωνάζουν(ε) | να παραφωνάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραφώναξα | θα παραφωνάξω | να παραφωνάξω | παραφωνάξει | ||
β' ενικ. | παραφώναξες | θα παραφωνάξεις | να παραφωνάξεις | παραφώναξε | ||
γ' ενικ. | παραφώναξε | θα παραφωνάξει | να παραφωνάξει | |||
α' πληθ. | παραφωνάξαμε | θα παραφωνάξουμε | να παραφωνάξουμε | |||
β' πληθ. | παραφωνάξατε | θα παραφωνάξετε | να παραφωνάξετε | παραφωνάξτε | ||
γ' πληθ. | παραφώναξαν παραφωνάξαν(ε) |
θα παραφωνάξουν(ε) | να παραφωνάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραφωνάξει | είχα παραφωνάξει | θα έχω παραφωνάξει | να έχω παραφωνάξει | ||
β' ενικ. | έχεις παραφωνάξει | είχες παραφωνάξει | θα έχεις παραφωνάξει | να έχεις παραφωνάξει | ||
γ' ενικ. | έχει παραφωνάξει | είχε παραφωνάξει | θα έχει παραφωνάξει | να έχει παραφωνάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραφωνάξει | είχαμε παραφωνάξει | θα έχουμε παραφωνάξει | να έχουμε παραφωνάξει | ||
β' πληθ. | έχετε παραφωνάξει | είχατε παραφωνάξει | θα έχετε παραφωνάξει | να έχετε παραφωνάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραφωνάξει | είχαν παραφωνάξει | θα έχουν παραφωνάξει | να έχουν παραφωνάξει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραφωνάζω
|