Ετυμολογία

επεξεργασία
παρατυπώνω < παρα- + τυπώνω

παρατυπώνω

  1. τυπώνω λανθασμένα
  2. τυπώνω υπερβολικά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία