παρατηρηθούμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαρατηρηθούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρατηρούμαι
- θα παρατηρηθούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρατηρούμαι