Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παραταχτείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρατάσσομαι
  2. θα παραταχτείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρατάσσομαι