παραστήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παραστήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρασταίνω
- θα παραστήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρασταίνω
παραστήσουν