παραποιήσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παραποιήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραποιώ
- θα παραποιήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραποιώ
παραποιήσετε