παραπέμψετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαραπέμψετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραπέμπω
- θα παραπέμψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραπέμπω
παραπέμψετε