παραμυθιάσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαραμυθιάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραμυθιάζω
- θα παραμυθιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραμυθιάζω
παραμυθιάσεις