Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παραμορφωθείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραμορφώνομαι
  2. θα παραμορφωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραμορφώνομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος παραμορφώνομαι