παραλληλιστείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαραλληλιστείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραλληλίζομαι
- θα παραλληλιστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραλληλίζομαι